Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

Επιτέλους διεκδικούμε το αυτονόητο, την επιστροφή της πόλης μας στους νόμιμους κατοίκους της.

Εμείς που κάναμε προσκέφαλο την πέτρα, που σκεπαζόμασταν με τη θωριά του φεγγαριού, εμείς που ράψαμε μόνοι μας τις πληγές μας, που θάψαμε χωρίς παπά τους σκοτωμένους μας γιατί ήταν η ζέστη αφόρητη και κακοφόρμισαν τα νεκρά κορμιά τους.
Eμείς που αφήσαμε την κούπα του καφέ γεμάτη στο τραπέζι γιατί έπρεπε σε λίγα λεπτά να αποφασίσουμε τι θα πάρουμε μαζί μας από ένα στημένο νοικοκυριό μιας ζωής.
Εμείς που ανυποψίαστοι βρεθήκαμε το Δεκαπενταύγουστο του ‘74 μακριά από το σπίτι μας για πολύ λίγο, ίσα που να περάσουν 45 χρόνια!
Εμείς που κρατιόμασταν φοβισμένοι από τη φούστα της μάνας σε ένα ξένο μέρος, που βλέπαμε τον πατέρα να κρύβει το δάκρυ, εμείς που ακούγαμε τα βράδια τη γιαγιά ασταμάτητα να μουρμουρίζει προσευχές και χάναμε το μέτρημα πόσες φορές έβαζε το σταυρό της. Βλέπαμε και τον παππού να αδειάζει το βλέμμα του κάθε μέρα που περνούσε όλο και περισσότερο, να καπνίζει απανωτά και να μονολογεί «ίντα χαττάν επάθαμεν».
Εμείς που φτιάχναμε την βαλίτσα της επιστροφής, που όλο πιστεύαμε πως θα βρεθεί η λύση, εμείς οι μακριά νυχτωμένοι από την πραγματικότητα, οι αθώοι – ένοχοι ενός συνεχόμενου εγκλήματος που ακολούθησε την δεύτερη εισβολή του Αττίλα.
Έκλεισαν την πόλη μας μέσα στα συρματοπλέγματα και εμείς κλείναμε τα μάτια.
Κάθε μέρα προδίδεται το όνειρο της επιστροφής, 45 ολόκληρα χρόνια ανέξοδες κορώνες από τους επιτήδειους που καλλιεργούν φρούδες ελπίδες, ενώ ταυτόχρονα όλο και λιγοστεύουν τα άτομα που έχουμε βιωματική σχέση με τον τόπο μας, με το Βαρώσι.
Επιτέλους, μετά από τόσα χρόνια παίρνουμε την απόφαση να αφήσουμε την άνεσή μας και να σηκωθούμε από τον καναπέ, να εγκαταλείψουμε την μεμψιμοιρία ότι μας επιβουλεύονται οι ξένες δυνάμεις και μας ζηλεύουν γιατί είμαστε ο ομφαλός της γης.
Αφήνουμε τα προσχήματα για την παθητικότητα και την ευθύνη που μας βαραίνει και κάνουμε το αυτονόητο.
Διαμαρτυρόμαστε όλοι για την πόλη μας.
Διατρανώνουμε τη θέληση μας να αποτρέψουμε το δυνητικό εποικισμό της περίκλειστης πόλης της Αμμόχωστου.
Διεκδικούμε από την Πολιτεία το δικαίωμα μας για επιστροφή.
Αύριο, 28 Ιουνίου 2019, στις 18:00, η Κοινωνία των Πολιτών της Αμμοχώστου κάνει αυτό που δεν έκανε μέχρι σήμερα.
Βγαίνει στο δρόμο, συγκεντρώνεται στο Προεδρικό και διεκδικεί το δίκιο της.
Μακάρι να είναι η αρχή για να αποκτήσουν οι κρατούντες το απαραίτητο πολιτικό κουράγιο να διαπραγματευτούν επί της ουσίας και όχι για το θεαθήναι.
Μακάρι να είναι το τέλος για τη δική μας αμαρτωλή ανοχή.
Ας ευχηθούμε ότι η προσπάθεια θα καρπίσει παρόλα τα χρόνια που αφήσαμε να περάσουν.
Ταυτόχρονα πρέπει να είμαστε αποφασισμένοι ότι για να πετύχουμε δεν αρκεί μια διαμαρτυρία, χρειάζεται αγώνα και αγώνας και αγώνας.

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

Μια κατάρα είναι η προσφυγιά

Παγκόσμια μέρα προσφύγων η σημερινή. Όσοι βιώσαμε την προσφυγιά δεν ξεφεύγουμε ποτέ από τον πόνο του νόστου, πάντα αναζητούμε τις μυρωδιές που είχε η πατρίδα, πάντα γυρνούμε το κεφάλι κατά πίσω και ψάχνουμε να διακρίνουμε το κυπαρίσσι στην αυλή και την καμινάδα του πατρικού που την αφήσαμε να καπνίζει.
Ξέρουμε ότι δεν υπάρχει λύτρωση και χανόμαστε στην ψευδαίσθηση που χαρίζουν οι αναμνήσεις.
Θύματα επεκτατικών, οικονομικών και θρησκευτικών πολέμων, θύματα εμφυλίων και φυσικών καταστροφών.
Η υπόσταση μας αμφισβητούμενη.
Τι πάει να πει πρόσφυγας. Μικρή νόμιζα πως είναι ο ανεπιθύμητος. Αυτός που προκαλεί τον οίκτο και τον θυμό, τον φόβο και την ανασφάλεια.
Και τώρα, 44 χρόνια μετά, αυτό νομίζω. Ίσως, επειδή η λαλιά μας είναι διαφορετική, οι συνήθειες μας ξένες, ο Θεός μας άγνωστος στη νέα γη που περπατούμε.
Σφιγγόμαστε ο ένας πλάι στον άλλο να αντλήσουμε κουράγιο.
Όλα τα αντέχουμε γιατί θέλουμε να γυρίσουμε κάποτε πίσω στη γη που μας γέννησε.
Να αναβαπτιστούμε στη αρχαία γούρνα, να κλάψουμε με αναφιλητά και τα δάκρυα μας να ποτίσουν την διψασμένη γη, να πάρουμε χώμα δικό μας να πασαλείψουμε το σώμα μας, να μπολιαστούμε ξανά με τον αέρα που μας πρωτοανάστησε.
Μακάρι να υπάρχει επιστροφή για τον καθένα πρόσφυγα.
Μακάρι να καταφέρει ο καθένας μας να ανταμώσουμε ξανά με το φεγγάρι που μας νανούριζε μωρά.