Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

"Ο βαθμός αντικειμενικότητας - υποκειμενικότητας μεταξύ Επικοινωνίας και Δημοσιογραφίας ποικίλλει. Ο δημοσιογράφος παρουσιάζει τα πράγματα όπως είναι, ενώ ο σύμβουλος επικοινωνίας όπως θα ήθελε να είναι"


Εισαγωγή
Στην παρούσα εργασία επιχειρείται, αφενός να καταδειχτεί ως ορθός ο ισχυρισμός της εκφώνησης, ότι δηλαδή ο βαθμός μεταξύ αντικειμενικότητας– υποκειμενικότητας μεταξύ Δημοσιογραφίας και Επικοινωνίας ποικίλλει, και αφετέρου - ως προς την επέκταση του ισχυρισμού- να υπάρξει η εξής διασαφήνιση: ο μεν δημοσιογράφος επιδιώκει να παρουσιάζει τα πράγματα όπως είναι, γιατί έχει ως στόχο να πλησιάζει την αντικειμενικότητα και την αλήθεια των γεγονότων, ο δε σύμβουλος επικοινωνίας παρουσιάζει τα πράγματα όπως θέλει.

Η δημοσιογραφία και η επικοινωνία είναι κλάδοι, που έχουν κοινά χαρακτηριστικά, όπως λ.χ. οι επαγγελματίες τους, δημοσιογράφοι και σύμβουλοι επικοινωνίας αντίστοιχα, λειτουργούν ως πομποί έχοντας ως δέκτες διάφορες ομάδες -στόχοι. Επί της ουσίας και οι δυο «πωλούν προϊόντα» μαζικά, - ο δημοσιογράφος π.χ. μιαν είδηση, ο δε σύμβουλος επικοινωνίας την εικόνα ενός πολιτικού. Μολονότι όμως, ζωτικό συστατικό του αντικειμένου και των δυο είναι η πληροφορία, διαπιστώνεται ότι την αντιμετωπίζουν σχεδόν εκ διαμέτρου αντίθετα.

Η δημοσιογραφία ακολουθεί επιταγές μιας δεοντολογικής ηθικής και επιχειρεί την αμερόληπτη προσέγγιση της πληροφορίας ώστε να την μεταδώσει αντικειμενικά, ενώ η επικοινωνία χρησιμοποιεί την πληροφορία έχοντας ως στόχο την προπαγάνδα υπέρ του πελάτη.

Δημοσιογραφία

Αν θεωρηθεί ότι η Δημοσιογραφία συμπεριλαμβάνει, όπως αναφέρεται στο εγχειρίδιο EDM50[1], εκτός από την αναζήτησης της πληροφορίας, την κατανόηση, την ανάλυση καθώς και την επεξήγησή της, τότε σημαίνει πως από τη στιγμή που ο δημοσιογράφος την επικοινωνήσει γραπτώς ή προφορικώς, χάνει την αυθεντικότητά της. Ο λόγος είναι ότι ο δημοσιογράφος προσεγγίζει την πληροφορία υποκειμενικά, δηλαδή της προσδίδει τη δική του αλήθεια, την οποία αφηγείται ενώπιον μιας «εξουσίας», π.χ. ακροατήριο.[2]

Ωστόσο, ούτε αυτό το γεγονός αλλά ούτε και το παράδειγμα ότι η περιγραφή ενός συμβάντος από δυο αυτόπτες μάρτυρες πάντα διαφέρει,[3] οδηγεί στην κλασσική διατύπωση του σχετικισμού[4] και στη διαπίστωση πως δεν υπάρχει αλήθεια και αντικειμενικότητα στη δημοσιογραφία. Ομοίως ισοπεδωτική εκλαμβάνεται και η άποψη του κ. Κουσούλη που μοιάζει να καταδικάζει a priori έστω  και την πρόθεση για αντικειμενικότητα.[5]

Ωστόσο, υπάρχει ο αντίλογος που υποστηρίζει ότι η δημοσιογραφία  αξιώνει την αλήθεια και την αυθεντικότητα τόσο στη ίδια τη δημοσιογραφία όσο και στο δημόσιο διάλογο.[6]

Αυτό πραγματώνεται από δημοσιογράφους[7] που αντιμετωπίζουν την πληροφορία με σεβασμό, την περιγράφουν και την αφηγούνται όσο γίνεται πιο αντικειμενικά, χωρίς να διεκδικούν το προνόμιο της «απόλυτης» αλήθειας. Ο δημοσιογράφος μέσα από την ερμηνεία της είδησης και την αφήγηση επιχειρεί την αντικειμενικότητα.[8] Δεν έχει σημασία αν τελικά τα καταφέρνει, σημασία έχει ότι η αντικειμενικότητα παραμένει ως στόχος του.[9]

Απόδειξη της αναζήτησης, εκ μέρους του δημοσιογράφου, της ενδεχόμενης αλήθειας πίσω από μια είδηση ή σειρά γεγονότων, ή η αποκωδικοποίηση στοιχείων, είναι η αποκάλυψη σκανδάλων. Ενδεικτικά αναφέρονται, η περίπτωση του Βατοπεδίου, TOR M1, Siemens.  Επίσης, είθισται οι μάρτυρες να εμπιστεύονται αποκαλυπτικά στοιχεία σε δημοσιογράφους. Αναφέρεται, ως πρόσφατο παράδειγμα, η περίπτωση του Edward Snowden και του αρθρογράφου της Gurdian, Glenn Greenwald.[10] 

Μπορεί ο δημοσιογράφος να μην κατέχει την απόλυτη αλήθεια αλλά την πλησιάζει ως στόχο, αφενός με την ειλικρίνεια «…“a readiness against being fooled and eagerness to see through appearances to the real structure and motives that lie behind them.”» [11], και αφετέρου λειτουργώντας δίκαια[12]. Επιπλέον, είναι στη διακριτική του ευχέρεια να καλλιεργήσει και να αναπτύξει την αμεροληψία ως ιδιότητα[13], ώστε να καταλήγει σε συμπεράσματα «…by staring at the facts and thinking through the issues serve to identify your journalism…»[14]. 

Επίσης ο δημοσιογράφος κάνει ευρεία χρήση εργαλείων που μπορούν να στοιχειοθετήσουν με μετρήσιμα στοιχεία μιαν άποψη, συνεργάζεται με εταιρείες δημοσκοπήσεων, επικοινωνεί και ανταλλάζει απόψεις με ειδήμονες διαφορετικών τομέων. Δεκαετίες πριν, οι δημοσιογράφοι ξεκίνησαν να επαληθεύουν τις έρευνές τους κάνοντας χρήση τις  κοινωνικές επιστήμες και τη στατιστική ανάλυση, εγκαινιάζοντας την precision journalism (ελεύθερη μετάφραση: δημοσιογραφία ακριβείας).[15]  

Ωστόσο, όλα όσα αναφέρθηκαν μέχρι τώρα αφορούν σε περιβάλλοντα δημοκρατικά, όπου η διακίνηση των πληροφοριών και των ιδεών βοηθούν στην εμβάθυνση της Δημοκρατία, και όχι σε χώρες με απολυταρχικά πολιτεύματα.[16]  

Επικοινωνία

Ο Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος, ερμηνεύει την Επικοινωνία ως έναν ευρύτερο όρο, ο οποίος χαρακτηρίζει ποικίλες δραστηριότητες και συμπεριφορές, «που αρχίζουν από τον γραπτό λόγο και τις ποικίλες εκδόσεις του για να καταλήξουν στην διαφήμιση και στα διαδικτυακά blog.»[17] Η Επικοινωνία όπως και η Δημοσιογραφία, είναι μορφή «…αναζήτησης και περιέργειας έναντι των πραγμάτων- με απόληξη, […] τη δημόσια υποστήριξη και προβολή…»[18]. 

Κατά τους Ralph D. Barney και Jay Black, οι σύμβουλοι επικοινωνίας μοιάζουν πολύ με τους δικηγόρους στον τρόπο άσκησης του επαγγέλματος τους∙ δίνουν δηλαδή επιλεκτικά μόνο ευνοϊκές πληροφορίες για τους πελάτες τους.[19] Αυτό δεν απέχει από την αλήθεια αν σκεφτεί κανείς, πόσο υποκειμενικά παρουσιάζουν οι σύμβουλοι επικοινωνίας το προφίλ ιδίως ατόμων του δημόσιου βίου, εκθέτοντας μόνο τα θετικά τους στοιχεία και αποκρύβοντας επιμελώς τα αρνητικά. 

Οι σύμβουλοι επικοινωνίας έχουν ως βασικό εργαλείο δουλειάς την πειθώ, θα μπορούσε να ονομαστεί και προπαγάνδα, όρος που είθισται να προσλαμβάνεται αρνητικά.[20] Αν υποτεθεί ότι ένας σύμβουλος επικοινωνίας προωθεί έναν υποψήφιο πολιτευτή, επαφίεται στον ίδιο πώς και σε τι βαθμό θα επιλέξει να χειραγωγήσει επικοινωνιακά, στην προκειμένη περίπτωση τους ψηφοφόρους, ώστε ο πελάτης του να εκλεγεί. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο –της πειθούς – οριοθετείται ο βαθμός αλήθειας που κάνει χρήση ο επαγγελματίας της επικοινωνίας ως προς τον πελάτη του.[21] Δηλαδή, κρύβει μόνο τόση αλήθεια ώστε να μην βλάψει τον πελάτη. Από τη στιγμή όμως που η αλήθεια γίνεται αντικείμενο «παζαρέματος», εξυπακούεται ότι την θέση της παίρνει -αν όχι το καθ’ εαυτόν ψέμα- η υποκειμενικότητα.

Το γεγονός ότι δεν υπάρχει ηθικό πλαίσιο στην επικοινωνιακή χειραγώγηση του κοινού από τους σύμβουλους της επικοινωνίας, τους επιτρέπεται να ακολουθούν επαγγελματικές πρακτικές που μερικές φορές μπορεί να άπτονται της παραβατικότητας. Για παράδειγμα ένας σύμβουλος επικοινωνίας προωθεί ένα προϊόν, για το οποίο γνωρίζει ότι μετά από πχ οκτάμηνη χρήση προκαλεί μιαν αλλεργία, ωστόσο το αποκρύβει και προκαλεί εν γνώση του ζημιά σε μια μεγάλη ομάδα, την οποία κατόρθωσε να πείσει, γιατί αυτό είναι προς το συμφέρον του πελάτη που εκπροσωπεί. Στην προσπάθεια τους να επικρατήσουν στην κοινή γνώμη έναντι των αντιπάλων τους, διασπείρουν επίσης επιλεκτικές αλήθειες, οι οποίες ενδεχομένως είναι βλαπτικές για το κοινωνικό σύνολο. Ωστόσο δεν κατανοούν πως υπάρχουν φορές που η ηθική υποχρέωση απέναντι στην κοινωνίας υπερτερεί της υποχρέωσης απέναντι στον πελάτη.[22]  

Η βιομηχανία της επικοινωνίας φέρει μάλλον ευθύνη στον τρόπο που διαμορφώνονται οι καταναλωτικές, αισθητικές, και πολιτικές προσεγγίσεις των πολιτών. Με παράδειγμα τη σύσταση της τελευταίας Ελληνικής Βουλής, θα μπορούσε να αντιληφθεί κανείς τις δυνατότητες των συμβούλων επικοινωνίας στη χειραγώγησης των πολιτών με τη διασπορά επιλεγμένων και μόνο θετικών πληροφοριών, τουλάχιστον για κάποιους από τους βουλευτές. Οι σύμβουλοι μπορούν να πείσουν ότι τα πάντα είναι εικόνα, και η εικόνα μπορεί να διαμορφωθεί ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς.  Το μέτρο έπαψε να υφίσταται και δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι ένας καλός επικοινωνιολόγος κάνει θαύματα εκ του μη όντος.[23] Τα θαύματα όμως δεν προσεγγίζονται ποτέ με όρους αλήθειας και αντικειμενικότητας.
 

Επίλογος

Η διηνεκής φιλοσοφική αναζήτηση της αλήθειας[24], επηρεάζει καθοριστικά τον τρόπο λειτουργίας και εφαρμογής της Δημοσιογραφίας και Επικοινωνίας.

Η Δημοσιογραφία, αντιλαμβάνεται τη μη ύπαρξη της μίας αλήθειας ως πρόκληση, ώστε ο δημοσιογράφος αφού πρώτα ερευνήσει, επαληθεύσει και πλησιάσει την αντικειμενικότητα, θα αφηγηθεί τη δική του αλήθεια σε ένα κοινό.

Η Επικοινωνία, αντιθέτως, προσλαμβάνει τη μη ύπαρξη της αλήθειας ως άλλοθι, ώστε ο επικοινωνιολόγος να κάνει επιλεκτικά χρήση της αλήθειας όταν προωθεί ένα προϊόν.

Το γεγονός όμως ότι η Δημοσιογραφία και η Επικοινωνία, μέσω των πεδίων δραστηριοποίησής τους,  διαμορφώνουν μαζικά, απόψεις, τάσεις  και συνειδήσεις, ίσως θα πρέπει να απασχολήσει την κοινωνία των πολιτών, ώστε να πάψει κάποτε να θεωρείται αυτή η «εξουσία» στην καθημερινότητα τους δεδομένη και αναντίρρητη. Η δική τους χειραφετημένη στάση ζωής, η καλλιέργεια της αισθητικής και μια ώριμη και κριτική σκέψη απέναντι στα «προϊόντα» της δημοσιογραφίας και της Επικοινωνίας, ενδεχομένως υποστηρίξουν θετικά τους δυο κλάδους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

“Επιστήμες του ανθρώπου και επικοινωνία δημοσιογραφία”, Οδηγός Μελέτης ΕΔΜ50, Λευκωσία, 2013.
Διαθέσιμο στη διεύθυνση http://eclass.ouc.ac.cy/mod/resource/view.php?id=38690, 10/xi/2013.




Διαθέσιμο στη σελίδα http://bigthink.com/videos/can-journalists-be-objective, 10/xi/2013. 

Deavere Smith A., “Is there an absolute truth?”, Big Think.
Διαθέσιμο στη σελίδα http://bigthink.com/videos/is-there-an-absolute-truth 10/xi/2013. 


Διαθέσιμο στη σελίδα http://bigthink.com/videos/is-there-such-a-thing-as-historical-objectivity, 10/xi/2013. 


Διαθέσιμο στη σελίδα http://bigthink.com/videos/jeff-jarvis-on-transparency-versus-objectivity, 10/xi/2013.
 
 Lemann N.,“Can journalists be objective?”, Big Think.
Διαθέσιμο στη σελίδα http://bigthink.com/videos/nicholas-lemann-can-journalists-be-objective, 10/xi/2013.


McFadden C., “Can journalists be objective?”, Big Think.
Διαθέσιμο στη σελίδα http://bigthink.com/videos/can-journalists-be-objective-2, 10/xi/2013.

Διαθέσιμο στη σελίδα http://bigthink.com/videos/is-there-such-a-thing-as-absolute-truth, 10/xi/2013.






Παπαγιαννίδης, Α., “Φιλοσοφία και Επικοινωνία-Δημοσιογραφία”, Εγχειρίδιο ΕΔΜ50, 2011, σ. 1-21.
Διαθέσιμο στη διεύθυνση http://eclass.ouc.ac.cy/course/view.php?id=198, 10/xi/2013.


Σαμαράς Αθ. Ν, “Επικοινωνιακή Χειραγώγηση και Ένοπλες Δυνάμεις”, Επιθεώρηση ΣΕΘΑ, 17, 2001, σ. 54-60.

 

 



[1] “Επιστήμες του ανθρώπου και επικοινωνία δημοσιογραφία”, Οδηγός Μελέτης ΕΔΜ50, Λευκωσία, 2013, σελ. 4. Διαθέσιμο στη διεύθυνση http://eclass.ouc.ac.cy/mod/resource/view.php?id=38690, 10/xi/2013, εφεξής θα χρησιμοποιείται η συντομογραφία Οδηγός ΕΔΜ50.
[2] Κασούλης Λ., Tοποθέτηση” στην Ημερίδα “Η Έννοια της Αλήθειας στην Επικοινωνία και Δημοσιογραφία”, 1o Retreat του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Επικοινωνίας & Δημοσιογραφίας του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου, 2012, μέρος 1o, 9:40’-10:22’. Διαθέσιμο στη διεύθυνση
 http://eclass.ouc.ac.cy/mod/page/view.php?id=26313, (10/xi/2013).
Εφεξής θα χρησιμοποιείται η συντομογραφία Ημερίδα.
[4] ό.π., σ. 2.
[5] Κουσούλης Λ., Ημερίδα, 1ο μέρος, 7:30’-9:27’.
[7] Διάκριση ανάμεσα σε σοβαρούς δημοσιογράφους και «υπαλλήλων» διαφόρων συμφερόντων.
[8] Ξυδάκης Ν., Ημερίδα, 2ο μέρος, 3:54’.
[9] Lemann N., “Can Journalist be truly objective, Big Think, 2008. Διαθέσιμο στη διεύθυνση http://bigthink.com/videos/nicholas-lemann-can-journalists-be-objective, 10/xi/2013.
[11] Baggini J., ό.π., σ. 3.
Διαθέσιμο στη σελίδα http://bigthink.com/videos/can-journalists-be-objective-2, 10/xi/2013.
[13] Ξυδάκης Ν., ό.π., 9:28’:10:20’.
[14] Rosen J., ό.π.
[16] Broersma M.J., ό.π.
[18] Οδηγός ΕΔΜ50, ό.π.
[20] Σαμαράς Αθ. Ν, “Επικοινωνιακή Χειραγώγηση και Ένοπλες Δυνάμεις”, Επιθεώρηση ΣΕΘΑ, 17, 2001, σ. 56. Διαθέσιμο στη σελίδα
[21] Barney R.D. & Black J., ό.π., σ. 235.
[22] Barney R.D. & Black J., ό.π. σ. 236.
[23] Ρ. Δούρου, Ημερίδα, 15:30
[24] Παπαγιαννίδης, Α., “Φιλοσοφία και Επικοινωνία-Δημοσιογραφία”, Εγχειρίδιο ΕΔΜ50, 2011, σ. 1-21.
Διαθέσιμο στη διεύθυνση http://eclass.ouc.ac.cy/course/view.php?id=198, 10/xi/2013.