Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

60 χρόνια ελληνική μετανάστευση στη Γερμανία (διήγημα)

Σαν σήμερα και πριν εξήντα χρόνια υπογράφηκε μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας η «Σύμβαση Περί Επιλογής και Τοποθετήσεως Ελλήνων Εργατών εις γερμανικάς επιχειρήσεις».
Πότε πέρασαν 60 χρόνια; Ήταν σαν χτες. Ακόμα ήμουν παιδί και ζούσα στο χωριό. Ακούσαμε για τη συμφωνία και θέλησα να πάω αμέσως να δηλωθώ, έπρεπε να φύγω. Γιατί είχα όρεξη, ήθελα να δουλέψω και να βοηθήσω την οικογένεια μου. Να χορτάσω εγώ ψωμί, να χορτάσουν και αυτοί. Δεν άντεχα άλλο την ανέχεια. Σιχάθηκα την φτώχια. Κάπου μακριά θα τα κατάφερνα, έπρεπε όμως να περιμένω να ενηλικιωθώ.
Ο πατέρας μου δεν ήθελε να ψάξω την τύχη μου κοντά σε αυτούς που μας πολέμησαν, μας φαρμάκωσαν και μας σκότωσαν. Αυτοί, έλεγε, δεν θα σου δώσουν ψωμί αλλά φαρμάκι.
Έτσι πατέρα, όπως μου τα έλεγες. Μόνο που δεν στο ομολόγησα ποτέ. Φαρμάκι το ψωμί στα ξένα, φαρμάκι και το νερό.
Το 1963 μόλις έγινα 18 χρονών, και αφού έκανα τις απαραίτητες εξετάσεις στη Θεσσαλονίκη και τις πέρασα «επιτυχώς», παρακαλούσα μέρα νύχτα να μην στραβώσει κάτι με τη σύμβαση μέχρι τη μέρα που θα έφευγα.
Στην αρχή αποφάσισα να περάσω πρώτα σε μια Σμυρνιά θεία μου που η προσφυγιά την πήγε στη Θήβα. Να μου έδινε μερικούς παράδες και να φύγω από τον Πειραιά, να έφτανα με το καράβι «Κολοκοτρώνης» στο Μπρίντεζι και από εκεί με τρένο στο Μόναχο.
Φοβήθηκα τη θάλασσα, δεν την ήξερα καθόλου. Τσουβαλιάστηκα λοιπόν μαζί με άλλους ταλαίπωρους στο τρένο Hellas, το οποίο έφυγε από την Θεσσαλονίκη ένα Σάββατο πρωί, φορτωμένο με απελπισία και όνειρα.
Δυόμιση μέρες αργότερα, μουδιασμένος, φοβισμένος αλλά κα ανακουφισμένος όταν είδα πως είμασταν στην γραμμή 11 του Μονάχου, άρα σωστά μας πήγε το τρένο -εκεί έφταναν όλοι από την Ελλάδα-, μπήκα στη σειρά να περπατήσω με τους άλλους στο κέντρο διαλογής και διανομής ανθρώπων.
Θυμάμαι ακόμα πως κοντοστάθηκα στην είσοδο μιας σκάλας που χανόταν στα βάθη της γης και τρόμαξα και είπα Στέργιο πού ήρθες, γιατί ήρθες; Με έσπρωξε τότε ένας κακομούτσουνος που μιλούσε και γερμανικά και μου είπε να κατέβω.
Δεν βαστώ, του λέω. Δεν έφαγα τίποτα δυο μέρες, έπεσε το ψωμί μου και οι ελιές μέσα στο τρένο και το πάτησαν οι άλλοι και είμαι νηστικός, ζαλίζομαι.
Γι’ αυτό ήρθες εδώ, μου απαντά, γιατί πεινούσες στο χωριό σου, προχώρα και περιμένουν και άλλοι στη σειρά.
Τον κοίταξα, κοίταξα και τα αμέτρητα σκαλοπάτια, κοίταξα και την βαλιτσούλα που κρατούσα και ήταν το μόνο πράγμα που είχε πάνω τις μυρωδιές του σπιτιού μου.
Αναμετρήθηκα με τον φόβο και άρχισα να κατεβαίνω τα αμέτρητα σκαλιά. Όταν σε 3 ώρες τα ανέβηκα πίσω, είχα πάρει ήδη τον επίτιμο τίτλο του Gastarbeiter.
H Στέργιος, ο πρωτότοκο γιός του Φώτη είναι και με χαρτί και σφραγίδα πια Gastarbeiter στη Nυρεμβέργη.
Οι Γερμανοί μας έλεγαν Gastarbeiter, γιατί μερικά χρόνια αργότερα όταν ήρθε ένας πολιτικός από την Ελλάδα και του κάναμε το καλωσόρισες σε μια γερμανική μπυραρία, μας είπε ότι είμαστε βιομηχανικοί εργάτες. Δηλαδή εγώ ήμουν βιομηχανικός εργάτης. Μεγαλεία!
Τι πάω και θυμάμαι τώρα. Εξήντα χρόνια και ακόμα κολλώ στις λεπτομέρειες. Τι άλλο από λεπτομέρεια μπορεί να είναι ότι εγώ ένα παλληκάρι δυο μέτρα, τους πρώτους τρεις μήνες έκλαιγα κάθε νύχτα μέχρι να με πάρει ο ύπνος γιατί μου έλειπαν η μάνα και ο πατέρας. Ή ότι για 2 χρόνια φοβόμουν να γελάσω δυνατά και να αστειευτώ, μην τυχόν πάει λάθος μήνυμα, από τους συγχωριανούς που δουλεύαμε μαζί, στην Μαρίνα μου και την πικράνω.
Λεπτομέρεια δεν είναι άλλωστε, πως όταν έστειλα το πρώτο έμβασμα στο χωριό, από τον πρώτο μήνα δηλαδή, η καρδιά μου κόντευε από την ικανοποίηση να ξεκολλήσει από τη θέση της.
Δεν έχω παράπονο. Εγώ σαν τους περισσότερους, ταλαιπωρηθήκαμε και ζήσαμε μια βαθιά και απόλυτη μοναξιά σε ένα ξένο και άφιλο περιβάλλον.
Είμασταν φτωχοί και δεν μας σήκωνε ο τόπος μας. Είμασταν φτωχοί και μας ανέχονταν στα ξένα.
Ο νόστος έγινε πληγή που μας βασάνιζε πολύ τις πρώτες δεκαετίες. Ακόμα και σήμερα είναι φορές που χανόμαστε σε σκέψεις που οδηγούν πίσω στις ρίζες μας, όταν ξυπόλητοι τρέχαμε στις αλάνες.
Ζήσαμε όμως και χαρές. Μετά και αφού βρήκαμε τη σειρά μας, όταν δηλαδή τα όνειρά μας έπαψαν να περιορίζονται σε ένα γεμάτο στομάχι και στα μηνιαία εμβάσματα στην οικογένεια, όταν πια οι Γερμανοί αποδέχτηκαν ότι είμαστε άνθρωποι και όχι «κομμάτια» που αύξαναν την παραγωγή και τον πλούτο της Γερμανίας, όταν οι δικοί μας στην Ελλάδα ξέχασαν το όνομά μας και μας φώναζαν «ο Γερμανός» ή «η Γερμανίδα» και μετρούσαν την αξία μας ανάλογα με το αμάξι που οδηγούσαμε, τότε ημέρεψε κάπως το μέσα μας.
Είναι πολλά τα χρόνια για να θυμηθώ πότε ακριβώς είπα στον εαυτό μου και στην γυναίκα μου την Μαρίνα, ότι η μοίρα μάς όρισε να είμαστε και εδώ και εκεί. Και εκεί και εδώ.
60 χρόνια είναι μια ζωή. Είναι και δυο και τρεις και πέντε ζωές, που ξεδιπλώνονται με τον νου σε άλλες χώρες και σε άλλε πολιτείες.
Προκόψαμε, να ‘ναι καλά η Γερμανία που μας έδωσε ψωμί. Πικρό μεν, ψωμί δε. Πρόκοψαν και τα παιδιά μας και ακόμα περισσότερο τα εγγόνια μας.
Κάναμε σπίτια στην Πατρίδα. Στέκονται όμως άδεια. Τα παιδιά μας είναι εδώ. Πίσω μας έμειναν μόνο αναμνήσεις.
Όπου γης και πατρίς άκουγα να λένε πριν φύγω από το χωριό. Έτσι πρέπει να είναι. Αλλιώς δεν θα βρει ποτέ ανάπαυση η ψυχή μας. Και εκεί και εδώ. Εδώ γιατί είναι η ζωή μας, εκεί γιατί είναι η μυρωδιά του δυόσμου, η αλμύρα της θάλασσας, η βουνίσια η ρίγανη και κάποιοι μαρμάρινοι σταυροί, αόρατα σχοινιά που μας κρατούν δεμένους με τους τόπους μας.
Μην με ρωτήσει όμως κανείς αν η μετανάστευση είναι ευλογία. Δεν είναι. Μάλλον είναι κατάρα. Επειδή, πάει παρέα με την φτώχεια την καταραμένη που με έδιωξε από το χωριό. Δεν ξέρω κιόλας, εγώ είμαι αγράμματος. Ξέρω μόνο να αγαπώ τον τόπο που με γέννησε και αυτόν που μου έδωσε ευκαιρίες. Ξέρω ότι και σήμερα και σε αυτή την ηλικία αν πεινούσαν τα παιδιά μου, τίποτα δεν θα με εμπόδιζε να έμπαινα και σε τρένο και σε βαπόρι και σε αεροπλάνο και σε βάρκα, αρκεί να μπορούσα να ζήσω τα παιδιά μου.
Τι είναι, λοιπόν, τα εξήντα χρόνια; Τίποτα. Ίσα που να ψήσεις ένα καφέ ελληνικό και να το πιεις. Ίσα με ένα λεπτό επιστροφής σε μια διαδρομή Ελλάδα – Γερμανία που σημάδεψε κοντά ενάμιση εκατομμύριο Έλληνες.



di;h