Σάββατο 14 Ιουλίου 2018

Επέτειος ξανά

Μόνο για μια στιγμή μαρμαρώνει ο νους και η ψυχή στο άκουσμα της είδησης από το ΡΙΚ, ότι ο Μακάριος είναι νεκρός.
Ύστερα ο φόβος, η ανασφάλεια, τα αναπάντητα ερωτηματικά, η αγωνία να ακούσουμε ότι οι δικοί μας είναι καλά.
Ήταν 15 Ιούλη 1974. Κύπρος. Πραξικόπημα.
Πώς να τους ονοματίσει κανείς αυτούς που γυρνούν το όπλο στο γείτονα, στον φίλο και στον συγγενή; Αυτούς που το μίσος τους θολώνει την καρδιά και την κρίση.
Ζώστηκαν τα όπλα και πήραν πυρομαχικά.
Βγήκαν στους δρόμους με στρατιωτικά αυτοκίνητα και στολές παραλλαγής.
Σκόρπισαν τον πανικό.
Θέλησαν να συνθλίψουν τη Δημοκρατία.
Βασάνισαν και σκότωσαν αθώους πολίτες.
Σήμερα ακόμα υπάρχουν εκατοντάδες συγγενείς που αγωνιούν να βρουν δικούς τους αγνοούμενους, θύματα των Εοκαβητατζήδων.
Άλλοι Θαμμένοι πρόχειρα κάτω από ένα δέντρο, άλλοι πίσω από μια μάντρα και άλλοι ποιός ξέρει πού.
Δεν σεβάστηκαν ούτε γέρους, ούτε παιδιά.
Δολοφονούσαν αδιάκριτα Τουρκοκύπριους και τους παράχωναν σε ομαδικούς τάφους.
Ούτε πέρασε ποτέ από το άδειο τους κεφάλι ότι οι συνάδελφοί τους εθνικιστές της «άλλης» πλευράς θα ζητούσαν και θα έπαιρναν εκδίκηση στο πολλαπλάσιο.
Πέντε μέρες κράτησε το πανηγύρι.
Πέντε μέρες μόνο φόρεσε ο Σαμψών -ο εκλεκτός της Χούντας- το προεδρικό κουστούμι.
Τόσο όσο να δρομολογήσουν οι Τούρκοι την πρώτη εισβολή και να φτάσουν με τα πλοία τους στις ακτές της Κερύνειας.
Αν σκέφτεται κανείς ότι οι υπαίτιοι και οι ένοχοι για το πραξικόπημα και την κατοχή της Κύπρου τιμωρήθηκαν πλανάται οικτρά.
Οι «μάγκες» που μεταξύ άλλων ανατίναζαν αστυνομικούς σταθμούς, έστρεφαν τα όπλα στον άμαχο πληθυσμό στην Καθολική εκκλησία της Λεμεσού και βίαζαν τουρκοκύπριες στην Μαράθα και στο Σανταλάρη, συνέχισαν τη ζωή τους κανονικά και κάτω από την σκιά του κλάδου ελαίας του Μακαρίου.
Προφανώς με τα χρόνια αισθάνθηκαν και δικαιωμένοι γι’ αυτό και δημιούργησαν το ΕΛΑΜ, ένα παρακλάδι της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, με το οποίο εκπροσωπούνται πλέον και στη Βουλή και μάλιστα στις τελευταίες προεδρικές εκλογές κατέβασαν και υποψήφιο.
Αυτή είναι η κατάντια μας 44 χρόνια μετά.
Αλλά όπως λέει και ο λαός "έτσι κκελλέ, έτσι ξιουράφι θέλει"!